-
1 συντελής
A joining in the payment of taxes, etc., contributor, Antipho Fr.56; ἕκτος καὶ δέκατος ς. D.18.104; οὐδὲ τριηράρχους ἔτ' ὠνόμαζον ἑαυτούς, ἀλλὰ συντελεῖς ibid.; διακοσίους καὶ χιλίους πεποιήκατε ς. Id.21.155, cf. Poll.8.156; σ. τινός with another, IG22.1631.525, al.: c. dat., αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῖς οὖσαι ἀπέδοσαν ib.12.214.24: metaph., Πάρις.., οὔτε σ. πόλις neither Paris nor his associate city, A.Ag. 532; θεοὺς τοὺς συμβώμους καὶ ς. Sammelb.7470.7 (iii/ii B.C.).II generally, contributory,ἡ κοιλία καὶ τὰ σ. μόρια Arist. PA 674a22
: cf.συντελέω 11.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντελής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский